- μισόκακος
- μισόκακος, -ον (Α)αυτός που μισεί το κακό, την κακία ή τους κακούς.[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + κακός (πρβλ. φιλό-κακος, χαιρέ-κακος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ημιμόχθηρος — ἡμιμόχθηρος, ον (Α) αυτός που είναι εν μέρει μοχθηρός, μισοάδικος, μισόκακος («ὥρμησαν δὲ ἐπὶ τὰ ἄδικα ἀδικίᾳ ἡμιμόχθηροι ὄντες» ρίχτηκαν στις αδικίες, ενώ ήταν μισοάδικοι, Πλάτ.) … Dictionary of Greek
μισοκακώ — μισοκακῶ, έω (Α) [μισόκακος] μισώ την κακία ή τους κακούς … Dictionary of Greek
μισώ — (ΑΜ μισῶ, έω) 1. αισθάνομαι μίσος για κάποιον, εχθρεύομαι 2. αποστρέφομαι, αντιπαθώ, αποφεύγω («πολλοί τον πλούτο εμίσησαν, τη δόξα ουδείς», γνωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. μισῶ και μῖσος είναι αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη κατά την οποία το μισῶ είναι… … Dictionary of Greek